- μπερέτα
- η (Μ μπερέτα και περέττα)η μπαρέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. beretta].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπερέ — το άκλ. και μπερές, ο είδος σκούφου χωρίς γείσο που κατασκευάζεται από πίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beret (πρβλ. μπερέτα)] … Dictionary of Greek